- ποντσολικός
- -ή, -ό, Νφρ. «ποντσολικό έδαφος»(εδαφολ.) έδαφος που σχηματίζεται συνήθως σε δάση πλατύφυλλων δένδρων και χαρακτηρίζεται από μέτρια απόπλυση, αποτέλεσμα τής οποίας είναι η συσσώρευση αργίλου και, ως έναν βαθμό, σιδήρου, που έχει μεταφερθεί από άλλη περιοχή μέσω τού νερού.
Dictionary of Greek. 2013.